- ῥιπτίζομαι
- ῥιπτ-ίζομαι, [voice] Pass.,= ῥιπίζομαι (perh. f.l. for it), Arist.Pr.866a18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ριπτίζομαι — Α ριπίζομαι, βλ. ριπίζω (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί ῥιπίζομαι] … Dictionary of Greek
ῥιπτιζόμενον — ῥιπτίζομαι pres part mp masc acc sg ῥιπτίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)